καλλωπίζεται

καλλωπίζεται
καλλωπίζω
beautify the face
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλλωπίζω — (AM καλλωπίζω) 1. κάνω ωραίο το πρόσωπο κάποιου ή δίνω ωραία όψη στην εξωτερική εμφάνιση, ομορφαίνω («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῑκα», Πλούτ.) 2. μέσ. καλλωπίζομαι κάνω τον εαυτό μου ωραίο («όλη μέρα κάθεται και… …   Dictionary of Greek

  • καλλωπιστής — ο, θηλ. καλλωπίστρια (Α καλλωπιστής, θηλ. καλλωπίστρια) [καλλωπίζω] αυτός που καλλωπίζει κάποιον ή κάτι αρχ. αυτός που καλλωπίζεται υπερβολικά και επιτηδευμένα …   Dictionary of Greek

  • καλλώπισμα — το (AM καλλώπισμα) [καλλωπίζω] το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει μσν. αρχ. το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος αρχ. 1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ομορφονιός — και μορφονιός, ιά 1. ωραίος, όμορφος νέος, ομορφόπαιδο 2. ειρων. νεαρός που καλλωπίζεται περισσότερο απ ό,τι πρέπει, που ναρκισσεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < όμορφος + νιός] …   Dictionary of Greek

  • καλλωπιστήριο — το χώρος μέσα στον οποίο καλλωπίζεται κάποιος: Κάθε θέατρο πρέπει να έχει κατάλληλο καλλωπιστήριο για τους ηθοποιούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”